καμπανέλ(λ)α

καμπανέλ(λ)α
η колокольчик (цветок)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καμπανέλ(λ)α" в других словарях:

  • Μαγιόλ, Αριστίντ — (Aristide Maillol, Μπανίλ σιρ Μερ 1861 – 1944). Γάλλος γλύπτης. Αρχικά το ενδιαφέρον του στράφηκε στη ζωγραφική και το 1882 με υποτροφία ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στην Ανώτατη Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Έως το 1886 εργάστηκε στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»